σημαντήρι

σημαντήρι
το / σημαντήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
το σήμαντρο τών μοναστηριών
αρχ.
1. σφραγίδα πάνω σε κάτι που πρέπει να μείνει άθικτο
2. νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. πειραχ-τήρι[ον])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σημαντῆρι — σημαντήρ herdsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντήριον — τὸ, ΜΑ βλ. σημαντήρι …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”